- θεομακάριστος
- θεομακάριστος, ον blessed by God of Polycarp θεομακαριστότατος IPol 7:2. Also of Christ’s passion θ. … πάθους ISm 1:2. S. next entry.—DELG s.v. μάκαρ.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
θεομακάριστος — θεομακάριστος, ον (AM) ο ευλογημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μακάριστος (< μακαρίζω), πρβλ. αξιο μακάριστος, τρισ μακάριστος] … Dictionary of Greek
богоблаженыи — (12) пр. Возвеличенный, благословенный богом, угодный богу: памѩ(т) б҃обл҃жныхъ ѡц҃ь нашихъ. и патриаръхъ. ПрЛ XIII, 101б; Ѡ б҃обл҃жнии наши учители; свѣтилници миру КТур XII, сп. XIV, 63; Ѡ б҃об҃лжнии архиѥрѣи, высоко парѩщиi ѡрли Там же; Ты… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek